Ένα σημαντικό ποσοστό νέων ατόμων είναι υπέρβαροι με αυστηρά ιατρικά κριτήρια. Δεν είναι συνεπώς σπάνιο μια έγκυος να είναι μεγαλύτερη από ό,τι φυσιολογικά θα έπρεπε. Υπολογίζεται ότι στη Μεγ. Βρετανία, μία στις δύο εγκύους πληρούν τα κριτήρια ώστε να χαρακτηρίζονται υπέρβαρες ή παχύσαρκες.
Το μεγάλο σωματικό βάρος μπορεί να προϋπάρχει ή να αποκτάται κατά τους μήνες της εγκυμοσύνης. Σε κάθε περίπτωση, αυτό προδιαθέτει σε καταστάσεις που μπορεί να επιβαρύνουν τη μέλλουσα μητέρα και το έμβρυο που μεταφέρει.
Επιπλέον, η ρύθμιση του υπερβολικού βάρους είναι πιο δύσκολη στην εγκυμοσύνη και χρειάζεται να επιτευχθεί σε μικρότερο χρονικό διάστημα.
Τόσο το μεγάλο αρχικό βάρος όσο και η μεγάλη αύξηση βάρους μπορεί να οδηγήσουν στην ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη, υπέρτασης και προ-εκλαμψίας στην έγκυο. Ανάλογα, το έμβρυο μπορεί να μεγαλώσει δυσανάλογα από ό,τι θα συνέβαινε φυσιολογικά, με αποτέλεσμα να μην διέρχεται εύκολα μέσα από τη λεκάνη της γυναίκας κατά τον τοκετό.
Οι υπέρβαρες γυναίκες είναι πιθανότερο να έχουν παρατεταμένους τοκετούς και να οδηγηθούν σε καισαρική τομή από ό,τι γυναίκες κανονικού βάρους.
Η παρακολούθηση της καρδιάς του εμβρύου κατά τον τοκετό είναι λιγότερο ικανοποιητική λόγω της μεγαλύτερης περιφέρειας της κοιλιάς.
Επιπλέον, η καισαρική τομή μπορεί να είναι τεχνικά πιο δύσκολη και η ανάρρωση βραδύτερη. Το νεογέννητο μπορεί να έχει χαμηλό σάκχαρο τις πρώτες ημέρες ζωής του και υπάρχουν κάποιες μελέτες σχετικά με αυξημένη πιθανότητα υπέρτασης και σακχαρώδη διαβήτη κατά την ενήλικη ζωή του.
Λόγω των κινδύνων αυτών είναι σημαντικό να γίνεται συντονισμένη προσπάθεια για τη ρύθμιση του σωματικού βάρους κατά την εγκυμοσύνη.
Η παραδοσιακή ιατρική συμβουλή ότι πρέπει η γυναίκα να χάσει βάρος δεν αρκεί.
Η συνδυασμένη προσπάθεια της γυναίκας, του μαιευτήρα της, του διατροφολόγου και η κατάλληλη ψυχολογική υποστήριξη από τους επαγγελματίες και το οικείο περιβάλλον είναι βασικά συστατικά μιας επιτυχημένης τακτικής, ώστε να αποφεύγονται οι επιπλοκές και να εξασφαλίζεται μία ομαλή εγκυμοσύνη.