Ρευματική Πολυμυαλγία και Κροταφική Αρτηρίτιδα
Ποιους προσβάλλουν
Οι δύο αυτές παθήσεις προσβάλλουν συνήθως ασθενείς ηλικίας άνω των 50 ετών. Οι γυναίκες προσβάλλονται δύο φορές συχνότερα από τους άνδρες. Οι λευκοί κάτοικοι της Βόρειας Ευρώπης είναι τα συχνότερα θύματα τους. Παρ' όλα αυτά όμως και στη χώρο μου οι ειδικότητες κυρίως της ρευματολογίας και της ορθοπαιδικής αντιμετωπίζουν αρκετά τέτοια περιστατικά ανά έτος.
Πώς εμφανίζονται
Οι περισσότεροι ασθενείς με ρευματική πολυμυαλγία εμφανίζουν αρχικά χαμηλό πυρετό (κάτω από 38 βαθμούς Κελσίου), κακοδιαθεσία, καταβολή και απώλεια βάρους. Οι περισσότεροι ασθενείς εκδηλώνουν συμπτώματα οπό τους μύες κατά την έναρξη της νόσου. Συνήθως αρχικά προσβάλλονται οι μύες του αυχένα και των ώμων, προκαλώντας πόνο και δυσχέρεια στις κινήσεις. Αργότερα προσβάλλονται όλοι οι μύες που βρίσκονται κοντά στον κορμό και κυρίως οι βραχίονες και οι μηροί. Γι' αυτό κάνουμε λόγο για κεντρομελική μυαλγία ή/και αδυναμία.
Ο τρόπος που εισβάλλει η νόσος ποικίλλει. Μπορεί η έναρξη των συμπτωμάτων να έρθει τόσο αιφνίδια, ώστε ο ασθενής να μπορεί με ακρίβεια να προσδιορίσει την ημερομηνία έναρξης των συμπτωμάτων του. Άλλες φορές η νόσος εισβάλλει σταδιακά και πιο ύπουλα. Η πρωινή δυσκαμψία, που συνήθως διαρκεί περισσότερο από 30 λεπτά, είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα. Οι ασθενείς δυσκολεύονται να σηκωθούν από το κρεβάτι το πρωί, καθώς και να σηκωθούν από καρέκλα εάν κάθονται πολλή ώρα. Ακόμη μπορεί να δυσκολεύονται να κάνουν δουλειές όπως να πλυθούν, να χτενιστούν ή να ντυθούν. Σε ένα ποσοστό ο πόνος και η δυσκαμψία είναι τόσο σοβαρά, ώστε ακόμα και η αυτοεξυπηρέτηση είναι δύσκολη.
Ο θεράπων ιατρός μπορεί να καταλάβει ότι δεν πρόκειται για αρθρίτιδα, αφού κατά την εξέταση και την ψηλάφηση δεν πονούν οι αρθρώσεις, αλλά οι μυϊκές μάζες. Στον εργαστηριακό έλεγχο συνήθωδ εμφανίζεται ήπια αναιμία, μέτρια αύξηση των τρανσαμινασών (ένζυμο του ήπατος) αλλά και υψηλές τιμές Ταχύτητας Καθίζησης Ερυθρών και C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP).
Η κροταφική αρτηρίτιδα αποτελεί φλεγμονή της κροταφικής αρτηρίας του κρανίου, αυτής δηλαδή που βρίσκεται στους κροτάφους. Μπορεί να προσβάλει όμως και αρτηρίες του αυχένα και των άνω άκρων. Εισβάλλει συνήθως αθόρυβα και περνάνε αρκετές εβδομάδες ή μήνες μέχρι να διαγνωστεί. Λιγότερο συχνά η έναρξη είναι αιφνίδια με συμπτώματα που μοιάζουν με γρίπη.
Τα γενικά συμπτώματα είναι κακοδιαθεσία, εύκολη κόπωση, πυρετός (μερικές φορές μέχρι 39 βαθμούς Κελσίου), απώλεια βάρους καθώς και ρευματική πολυμυαλγία. Τα ειδικά συμπτώματα είναι αυτά που σχετίζονται με τη φλεγμονή των αρτηριών και τη μείωση της αιμάτωσης των περιοχών που παίρνουν αίμα από αυτές. Τα κυριότερα από αυτά είναι πονοκέφαλος, ευαισθησία του κρανίου, πόνος και κόπωση του σαγονιού κατά τη μάσηση και την ομιλία, διαταραχές της όρασης, καθώς και βήχας ή πόνος στον αυχένα. Ο θεράπων ιατρός εξετάζει τις κροταφικές αρτηρίες που είναι ερυθρές, παχυσμένες και επώδυνες στην ψηλάφηση. Η απώλεια όρασης είναι η πιο σοβαρή επιπλοκή της νόσου και συμβαίνει στο 15% των ασθενών. Είναι αιφνίδια και ανώδυνη και οφείλεται συνήθως σε βλάβη της οφθαλμικής αρτηρίας. Η άκρως απαραίτητη οφθαλμολογική εξέταση μπορεί να αναδείξει παθολογικά ευρήματα σ' αυτές τις περιπτώσείς.
Στον εργαστηριακό έλεγχο συνήθωδ εμφανίζεται ήπια αναιμία, ήπια αύξηση των αιμοπεταλίων, μέτρια αύξηση των τρανσαμινασών (ένζυμα του ήπατος) αλλά και υψηλές τιμές Ταχύτητας καθίζησης Ερυθρών και C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP).
Η διάγνωση γίνεται με βάση την κλινική εικόνα και τα εργαστηριακά ευρήματα και επιβεβαιώνεται με βιοψία της κροταφικής αρτηρίας.
Πως αντιμετωπίζονται
Η βασική θεραπεία και των δύο παθήσεων είναι κάποιο κορτικοστεροειδές φάρμακο από το στόμα, όπως για παράδειγμα η πρεδνιζολόνη. Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα μπορούν να βοηθήσουν εν μέρει στον έλεγχο του πόνου, αλλά δεν ενδείκνυνται για μακροχρόνιο χρήση, ούτε έχει βρεθεί ότι προλαμβάνουν τις αγγειακές επιπλοκές. Σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στα κορτικοστεροειδή χορηγούνται ανοσοκατασταλτικά φάρμακα. Στη ρευματική πολυμυαλγία η δόση του χορηγούμενου κορτικοστεροειδούς είναι χαμηλή και η υποχώρηση των συμπτωμάτων είναι τόσο άμεση, ώστε αν δεν συμβεί αυτό, αμφισβητείται η διάγνωση. Στην κροταφική αρτηρίτιδα απαιτείται μεγαλύτερη δόση κορτικοστεροειδούδ και η υποχώρηση των συμπτωμάτων είναι βραδύτερη.
Η διάρκεια θεραπείας της ρευματικής πολυμυαλγίας κυμαίνεται από 1 έως 3 έτη. Αντίθετα, η θεραπεία της κροταφικής αρτηρίτιδας θεωρείται πιο χρόνια και έχει περισσότερες τάσεις υποτροπής. Ταυτόχρονα με τη μακροχρόνια χορήγηση κορτικοστεροειδών ο ασθενής πρέπει να λαμβάνει αντιοστεοπορωτική αγωγή για την αποφυγή ανάπτυξης οστεοπόρωσης οπό τη μακροχρόνια λήψη των κορτικοειδών. Επίσης, ο ασθενής που λαμβάνει μακροχρόνια κορτιζόνη πρέπει να εξετάζεται τακτικά από καρδιολόγο και οφθαλμίατρο γιατί η χρόνια χρήση κορτιζόνης μπορεί να οδηγήσει σε αρτηριακή υπέρταση αλλά και σε οφθαλμικό καταρράκτη.
Ιωάννης Κ. Τριανταφυλλόπουλος
Λέκτορας Ορθοπαιδικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Ορθοπαιδικός Χειρουργός στο Νοσοκομείο METROPOLITAN
www.sportsorthopaedics.gr